- καταθρασύνηται
- καταθρασύ̱νηται , καταθρασύνομαιemboldenaor subj mp 3rd sgκαταθρασύ̱νηται , καταθρασύνομαιemboldenpres subj mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.